- σκολοπένδρειος
- σκολοπένδρ-ειος, α, ον,A of or like the scolopendra, dub.l. in Nic.Th.684 (where -δρῑοιο from -δριον, lengthd. metri gr., is prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολοπένδρειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπένδρειος — εία, ον, θηλ. και ος, Α [σκολόπενδρα] 1. πιθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκολόπενδρα 2. αυτός που μοιάζει με σκολόπενδρα … Dictionary of Greek
σκολοπενδρείοιο — σκολοπένδρειος of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)